Φτάνοντας σχεδόν μούσκεμα το πρωί στο Ράδιο Λασίθι, μόλις δέκα μέτρα μέσα στην πρωινή καταιγίδα ήταν αρκετά.. και φέρνοντας το χέρι στα μαλλιά να πάρω το νερό, θυμήθηκα τη γιαγιά μου στην Ανατολή, και μια συνήθειά της, έναν καιρό, που μοιάζει να χάθηκε οριστικά στο πέρασμα του χρόνου.
«Ελα να σε λούσω με νερό βρόχινο μου έλεγε, το νερό της βροχής κάνει καλό στα μαλλιά. Δεν έχει αλάτι είναι καθαρό», μου έλεγε. Και είχε δίκιο.
Η ίδια έβγαινε, όταν έβρεχε, και μάζευε νερό στην πετρολεκανίδα γιατί το’ χε χαρά μεγάλη να λουστεί με βρόχινο νερό.
Μαλακό νερό της φύσης που τους δίνει μία διαφορετική αίσθηση ζωντάνιας, λάμψης και φρεσκάδας. Σα να τη βλέπω τώρα μπροστά μου τρυφερή, χαμογελαστή, σοφή , μάνα οκτώ παιδιών και ήμουν το πρώτο κορίτσι εγγόνι στην ευλογημένη αυτή οικογένεια που μέσα στην αγκαλιά της αγάπησα το ταπεινά απλό και το ουσιαστικά ωραίο.
Βέβαια τα δικά μου μαλλιά, παιδάκι ακόμη, αποκτούσαν μια αλαφράδα που δεν μου άρεσε, όπως δεν αρέσει στα παιδιά να είναι παιδιά και θέλουν να υποδύονται τους μεγάλους.
Γιατί μπορεί χάρη στις θυσίες των παλιών ανθρώπων να βρήκαμε εμείς μεγαλώνοντας όλες τις ανέσεις, μα οι άνθρωποι τότε δεν είχαν και πολύ ελεύθερο χρόνο ή ξεγνοιασιά για να σκέφτονται τα της ομορφιάς!
Το βρόχινο νερό που είχαν στις στέρνες ήταν για τη λάτρα του σπιτιού και για το λούσιμο των μαλλιών.
Τα μαλλιά τους τα ήθελαν δυνατά, όμορφα και περιποιημένα! Κάποιοι από αυτούς είχαν και σαρνίτσι.
Στις αυλές των σπιτιών αλλά και μέσα στο σπίτι καμιά φορά έσκαβαν μικρά πηγάδια, τα έχτιζαν και τα στεγανοποιούσαν. Εκεί οδηγούσαν το νερό από τις «κουτσουνάρες» (υδροροές) της στέγης προκειμένου να το γεμίσουν με το βρόχινο νερό. Το νερό αυτό το χρησιμοποιούσαν μετέπειτα για τις ανάγκες καθαριότητος του σπιτιού για να ποτίζουν τα ζώα αλλά και ως πόσιμο.
Για να διατηρείται καθαρό έριχναν μέσα λίγο ασβέστη. Οι παπούδες μου δεν είχαν σαρνίτσι αλλά κι η πετρολεκανίδα μια χαρά ήταν!
Είχε και μυστικές συνταγές η γιαγιά..
Σε μία κατσαρόλα, έβραζε νερό βρόχινο με κυπαρισόμπαλες, ένα κλαδάκι ελιάς, δάφνη, δενδρολίβανο ,και καρυδόφυλλα μέχρι το νερό να γίνει μαύρο.
Σούρωνε το νερό αυτό και το χρησιμοποιούσε αντί για νερό, στο λούσιμο και το ξέπλυμα των μαλλιών -η τέλεια φυτική βαφή όπως κατανόησα μεγαλώνοντας.
Ας σταθεί ο καθένας και η καθεμιά όπως θέλει απέναντι στην μνήμη. Πάντως το βρόχινο νερό όντως κάνει τα μαλλιά απαλά όπως κανένα σαμπουάν δεν τα καταφέρνει.
Κι όπως περνάω το χέρι πάνω στα βρεγμένα μαλλιά και η αφή μου ξυπνά μνήμες θαμμένες, θυμάμαι και το άλλο που μου ‘λεγε η γιαγιά μου: «Μη χάσεις ποτέ την αθρωπιά σου. Λέτε να μαλακώνει τις αντιστάσεις μας το βρόχινο νεράκι;
Το αντίθετο θα έλεγα κι όπως απάντησα στον Πέτρο Νικολάου που με πείραζε και μου έλεγε, «μα χωρίς ομπρέλλα βγήκες απο το αμάξι»; Χωρίς ομπρέλα πάντα χορεύοντας ξυπόλητη η ψυχή μέσα στη βροχή για εκείνο το πάντα που αγαπάς με ψυχή και για εκείνο το ποτέ που δεν σε αφήνει να ξεχάσεις ,πόσο μάταιο είναι να μπαίνεις στην καταιγίδα της ζωής χωρίς να χωράς την αστραπή της ενσυναίσθησης, χωρίς να αφήσεις μετά να σε αγκαλιάσει η κεραζόζα ( ουράνιο τόξο) της αλήθειας.
Γι’αυτό όσοι αγαπούν τη βροχή αρνούνται κάθε παυσίλυπο-παυσίπονο της βιαστικής εποχής μας.
Μαρία Αγιασοφίτη